υποκλέπτω

υποκλέπτω
ὑποκλέπτω ΝΜΑ, και υποκλέβω Ν
οικειοποιούμαι, κλέβω κάτι με επιτήδειο τρόπο
νεοελλ.
1. παρακολουθώ και ηχογραφώ παράνομα τηλεφωνική συνδιάλεξη τοποθετώντας ειδικό μηχανισμό («υπέκλεπταν τις συνομιλίες ακόμη και τού πρωθυπουργού»)
2. αποσπώ κάτι παραπειστικώς, πετυχαίνω κάτι με αθέμιτο τρόπο («υπέκλεψε την υπογραφή τού πατέρα του»)
3. εξοικονομώ κάτι για να τό διαθέσω αλλού
μσν.
1. λεηλατώ
2. παίρνω με το μέρος μου, μεταπείθω
μσν.-αρχ.
1. αποκρύπτω
2. εξαπατώ
3. παραβλέπω, παραμελώ
αρχ.
1. διαφεύγω από την προσοχή κάποιου, ξεφεύγω («ταῡτά σοι μόλις ἔγραψα ὑποκλέψας ἑμαυτόν», Λουκιαν.)
2. μέσ. ὑποκλέπτομαι
(σε συνεκφορά με το εὐνάς) αποστερούμαι την κλίνη μου με κρυφό και πανούργο τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὑποκλέπτω — steal from under pres subj act 1st sg ὑποκλέπτω steal from under pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποκλέπτω — υποκλέπτω, υπέκλεψα βλ. πίν. 11 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ὑποκλέπτῃ — ὑποκλέπτω steal from under pres subj mp 2nd sg ὑποκλέπτω steal from under pres ind mp 2nd sg ὑποκλέπτω steal from under pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκλέψω — ὑποκλέπτω steal from under aor subj act 1st sg ὑποκλέπτω steal from under fut ind act 1st sg ὑποκλέπτω steal from under aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκλέψῃ — ὑποκλέπτω steal from under aor subj mid 2nd sg ὑποκλέπτω steal from under aor subj act 3rd sg ὑποκλέπτω steal from under fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεκλάπην — ὑποκλέπτω steal from under aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ὑποκλέπτω steal from under aor ind pass 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκλαπέντα — ὑποκλέπτω steal from under aor part pass neut nom/voc/acc pl ὑποκλέπτω steal from under aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκλεπτομένων — ὑποκλέπτω steal from under pres part mp fem gen pl ὑποκλέπτω steal from under pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκλεπτόμενον — ὑποκλέπτω steal from under pres part mp masc acc sg ὑποκλέπτω steal from under pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκλέπτει — ὑποκλέπτω steal from under pres ind mp 2nd sg ὑποκλέπτω steal from under pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”